διθύραμβος

διθύραμβος
Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο ότι η λέξη δ., όπως και οι συγγενικές της ίαμβος και θρίαμβος (σε όλες το στοιχείο -αμβ- σημαίνει βήμα, ρυθμός), δεν έχουν ελληνική αλλά ασιατική, πιθανότατα φρυγική προέλευση, όπως άλλωστε και η λατρεία του Διονύσου. Η λέξη δ. πρωτοπαρουσιάστηκε σε ένα δίστιχο απόσπασμα του ποιητή Αρχίλοχου (περ. 650 π.Χ.), το οποίο μας πληροφορεί έμμεσα ότι το άσμα είναι διονυσιακό, εκτελείται από χορό με έναν εξάρχοντα και έχει χαρακτήρα αυτοσχεδιαστικό, που ευνοείται από την ενέργεια του κρασιού (Ως Διωνύσοι’ άνακτος καλόν εξάρξαι μέλος /: οίδα διθύραμβον οίνω συγκεραυνωθείς φρένας). Η καλλιτεχνική διαμόρφωση του είδους οφείλεται στον Αρίωνα τoν Μηθυμναίο (περ. 600 π.Χ.), ο οποίος, σύμφωνα με πληροφορία του Ηρόδοτου (1, 23), πρώτος από όσους γνωρίζουμε συνέθεσε δ., του έδωσε τίτλο και τον παρουσίασε στην Κόρινθο. Νεότερη πηγή προσθέτει ότι έντυνε τους χορευτές του σατύρους. Δεν είναι συμπτωματικό ότι από την Πελοπόννησο, όπου την εποχή εκείνη άκμαζε η χορική ποίηση, καταγόταν και ο επόμενος μεγάλος διθυραμβοποιός, o γνωστός για τις μουσικές του καινοτομίες Λάσος ο Ερμιονεύς (περ. 520 π.Χ.), που πρωτοπαρουσίασε το είδος στην Αθήνα, στα χρόνια των Πεισιστρατιδών. Εκεί, μετά το 510 π.Χ., στο πρόγραμμα των Μεγάλων Διονυσίων, όπως διαμορφώθηκε με την ίδρυση της δημοκρατίας, μόνιμη θέση είχε η εκτέλεση 10 δ. (5 ανδρών και 5 παίδων), που εκπροσωπούσαν αντίστοιχα τις 10 φυλές. Τα βραβεία ήταν ένας χάλκινος τρίποδας για τον χορηγό, που αφιερωνόταν στον θεό πάνω σε ειδικά κατασκευασμένο μνημείο (θαυμαστό δείγμα το μνημείο του Λυσικράτη που σώζεται μέχρι σήμερα), και ένας ταύρος για τον ποιητή. Το άσμα εκτελούσε στο θέατρο 50μελής χορός, σπάνια μεταμφιεσμένος σε σατύρους, σε κυκλικό σχηματισμό γύρω από τη θυμέλη και με συνοδεία αυλού. Πρώτος νικητής στην Αθήνα (509 π.Χ.) μνημονεύεται ο Υπόδικος από τη Χαλκίδα. Βαθμιαία o δ. πέρασε και σε γιορτές άλλων θεών, όπως στα Θαργήλια της Αθήνας, στα Απολλώνια της Δήλου, στα Ποσειδώνια του Πειραιά κλπ., ξεφεύγοντας από τα διονυσιακά θέματα και από τη σχετική τους ατμόσφαιρα. Διθυραμβικοί αγώνες μνημονεύονται στην Αθήνα έως τα αυτοκρατορικά χρόνια και στη Δήλο τουλάχιστον έως το 182 π.Χ. Με ελάχιστη βεβαιότητα μπορεί να περιγραφεί η μορφή του δ. στα πρώτα και πιο γνήσια στάδιά του, επειδή ούτε από τον Αρίωνα και τον Λάσο ούτε από τον Σιμωνίδη τον Κείο (πρώτο μισό του 5ου αι.), που, κατά δική του πληροφορία, είχε κερδίσει 56 διθυραμβικές νίκες, σώζεται τίποτε ενδεικτικό. Έτσι φτάνουμε στα μέσα του 5ου αι., όταν είχε ήδη συντελεστεί η αποφασιστική τομή που οδήγησε στον νεότερο δ. Από τον Πίνδαρο (518-438) και ιδιαίτερα τον Βακχυλίδη (518;-450;) σώζονται ορισμένα περιεκτικά αποσπάσματα, που επιτρέπουν την εξαγωγή, με αρκετή επιφύλαξη, των ακόλουθων συμπερασμάτων: α) κάθε δ. παραδιδόταν με συγκεκριμένο τίτλο, για παράδειγμα Ηρακλέους κατάβασις ή Κέρβεροι του Πινδάρου, Θησεύς του Βακχυλίδη κλπ.· β) η αποκλειστική σχέση που είχε αρχικά ο δ. με τον Διόνυσο περιορίστηκε στη συνέχεια σε έμμεσες νύξεις ή σε μια προλογική επίκληση· γ) το κύριο σώμα του άσματος είχε χαρακτήρα αφηγηματικό· σε ορισμένες περιπτώσεις περιείχε ζωηρά διαλογικά μέρη, χωρίς ωστόσο να εξαντλείται ποτέ ένας ολόκληρος μύθος – μερικές φορές παρουσιαζόταν μόνο μία σκηνή ενός επεισοδίου· δ) συχνά, πριν από το αφηγηματικό μέρος, υπήρχε επίκληση σε θεούς που συνδέονταν με τον μύθο ή με τη γιορτή όπου θα εκτελούσαν το άσμα· ε) μετρικά ο δ. θύμιζε χορικά τραγωδίας, με πλήρη μετρική αντιστοιχία στροφής και αντιστροφής και σπάνια προσθήκη επωδού μετά το κάθε ζευγάρι (τριαδικό σύστημα)· στ) η γλώσσα είχε πλαστικότητα και ήθος, αλλά εμφανιζόταν αισθητά απλούστερη από ό,τι σε άλλα είδη χορικής ποίησης, ακόμα και του ίδιου ποιητή· ζ) η ηρεμία ατμόσφαιρας και η έλλειψη διονυσιακών στοιχείων, που χαρακτηρίζει τα αποσπάσματα των δύο ποιητών, δεν δικαιολογεί ούτε τον χαρακτηρισμό «οργιαστικός», που έδωσε στο είδος ο Αριστοτέλης, ούτε την αντίθεσή του με τον παιάνα, το γαλήνιο άσμα του Απόλλωνα, που υπογραμμίζουν πολλοί συγγραφείς. Εκείνο για το οποίο δεν γνωρίζουμε κανένα στοιχείο είναι τα θρησκευτικά συμφραζόμενα των διαφόρων εκτελέσεων του δ. Από τα μέσα έως το τέλος του 5ου αι. δημιουργήθηκε στην Αθήνα ο λεγόμενος νεοαπικός δ., απότοκος ριζοσπαστικών καινοτομιών, που προκάλεσαν την αγανάκτηση του Αριστοφάνη και επηρέασαν τα χορικά του Ευριπίδη. Η βασική αλλαγή οφειλόταν στην αυξανόμενη κυριαρχία της μουσικής πάνω στον λόγο, στη χρησιμοποίηση εντυπωσιακών στοιχείων (όπως π.χ. η παρεμβολή μονωδίας, η εισαγωγή κιθάρας στη θέση του αυλού, η ανάμειξη πολλών μουσικών τρόπων κλπ.) και κυρίως στην ανάπτυξη λεκτικών ακροβατισμών, που τελικά έδωσαν στη λέξη δ. τη σημασία «λόγος δυσνόητος, κενός». Από τους καινοτόμους ξεχωρίζουν οι Μελανιππίδης, Φιλόξενος, Κινησίας, Τιμόθεος (5ος αι.), Πολύιδος και Τελέστης (4ος αι.). Πρόσθετη σημασία απέκτησε ο δ. με την άποψη του Αριστοτέλη (Ποιητ. 1449α 9) ότι σε κάποιο από τα στάδιά του γέννησε την τραγωδία (...απ’ αρχής αυτοσχεδιαστικής… από των εξαρχόντων τον διθύραμβον…). Είναι απόλυτα βέβαιο ότι o φιλόσοφος αναφερόταν στον αυτοσχεδιαστικό δ. που φαίνεται ότι εξακολουθούσε να ζει παράλληλα με το καλλιτεχνικά διαμορφωμένο είδος. Τη θεωρία του Αριστοτέλη, ποικιλοτρόπως επεξεργασμένη, έχουν υποστηρίξει πολλοί νεότεροι μελετητές του αρχαίου δράματος.
* * *
ο (Α διθύραμβος)
1. είδος τής χορικής ποίησης με ενθουσιαστικό τόνο που καλλιέργησαν πρώτοι οι Δωριείς προς τιμήν τού Διόνυσου ή και τού Απόλλωνος
2. πομπώδες ύφος λόγου, υπερβολικός έπαινος
αρχ.
όνομα τού Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για προελληνική δάνεια λ., η οποία τόσο στη μορφή όσο και στη σημασία παρουσιάζει ομοιότητα με τα θρίαμβος και ίαμβος. Υποστηρίχτηκε ότι το β' συνθετικό τής λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. aňga- «μέλος» και ότι πρόκειται, αντιθέτως, για ΙE λ., η οποία εισήχθη στην Αιγαιακή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διθύραμβος — δῑθύραμβος , διθύραμβος dithyramb masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθύραμβος — ο 1. ποίημα με ενθουσιώδη χαρακτήρα προς τιμή του Διονύσου. 2. υπερβολικό εγκώμιο: Γράφτηκαν διθύραμβοι για την προεκλογική συγκέντρωση του κόμματός μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Дифирамб — (διθύραμβος) особый вид древнегреческой лирики, развивавшийся в связи с вакхическим культом Диониса, или Вакха, названный одним из эпитетов этого божества и отражавший на себе черты бога вина, необузданного веселья и душевных страданий. Местами… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • DITHYRAMBUS — Bacchi apud Graecos cognomen, quod ei datum volunt, vel quod in antro διθύρῳ seu bifori nutritus fuerit, vel quod bis natus binas fores transierit, alvum matris videlicet, et femur Iovis, ut in fabulis est; cui originationi tamen quantitas… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

  • βοηλάτης — βοηλάτης, ο (θηλ. άτις, η) (Α) 1. αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης 2. ο βουκόλος 3. (για τον οίστρο) εκείνος που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν 4. (για τη βουκέντρα) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν 5. φρ. «βοηλάτης… …   Dictionary of Greek

  • Διόνυσος — I Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του… …   Dictionary of Greek

  • διθυράμβω — δῑθυράμβω , διθύραμβος dithyramb masc nom/voc/acc dual δῑθυράμβω , διθύραμβος dithyramb masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθύραμβ' — δῑθύραμβα , διθύραμβος dithyramb masc acc sg δῑθύραμβε , διθύραμβος dithyramb masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Dithyramb — Attic relief (4th century BCE) depicting an aulos player and his family standing before Dionysos and a female consort, with theatrical masks displayed above. The dithyramb (διθύραμβος – dithurambos) was an ancient Greek hymn sung and danced in… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”